- πυρευτικη
- πυρευτικήπῠρευτικήἥ (sc. θήρα или ἄγρα) рыбная ловля с факелами Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πυρευτικός — ή, όν, Α [πυρεύω] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο ψάρεμα με πυρσούς, στο πυροφάνι 2. ο κατάλληλος για καύση 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πυρευτική νυχτερινό ψάρεμα με πυρσούς, πυροφάνι … Dictionary of Greek